συμπιεστικός

συμπιεστικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί συμπίεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμπίεση 2. αυτός που προκαλεί συμπίεση. επίρρ... συμπιεστικώς και συμπιεστικά Ν με συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιεστός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • συμπιεστικότητα — η, Ν [συμπιεστικός] συμπιεστότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”